Περίεργα πλάσματα εμείς οι άνθρωποι. Έχουμε την ευτυχία στα χέρια μας και την αφήνουμε να ξεγλιστρήσει, ενώ εκείνη η καημένη παλεύει μόνη της να γαντζωθεί έστω και τελευταία στιγμή από τις άκρες των δαχτύλων μας.
Ερωτευόμαστε με πάθος και νιώθουμε τόσο άτρωτοι που πιστεύουμε πως τίποτα δεν μπορεί να μας αγγίξει. Είμαστε τόσο σίγουροι ότι το «για πάντα» εμείς θα το κάνουμε πράξη. Θα φοράμε τον έρωτα για πανοπλία και θα βγούμε αλώβητοι από τη μάχη· τις δυσκολίες που όλοι μας λένε ότι θα έρθουν. Δεν τους πιστεύουμε.
Εμείς είμαστε ένα. Ο καθένας κουβαλάει τον άλλον μέσα του. Οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας και η χημεία μας έχουν ανακατευτεί τόσο καλά, που χάνεται η έννοια της κτητικότητας. Όπως χάνεται και η έννοια του χρόνου. Ακούμε τα άλλα βαρετά ζευγάρια να μιλάνε για καθημερινότητα, συνήθειες, υποχρεώσεις και ρουτίνα κι απορούμε, αλλά ταυτόχρονα σκάμε κι ένα κρυφό χαμόγελο, γιατί εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους.
Κάθε μέρα έρχεται για να συμπληρώσει ακόμη ένα μικρό κομματάκι στο παζλ της ευτυχίας μας. Χτίζουμε μαζί τα όνειρά μας και κρατιόμαστε χέρι-χέρι όσο προχωράμε στο δρόμο για την πραγματοποίησή τους.
Κι αν κάποιος στην πορεία πέσει, σκύβουμε για να ανέβει αυτός και του σφίγγουμε το χέρι. Κι αν κάπου στην πορεία βρούμε σταυροδρόμι, μαζί αποφασίζουμε ποιον δρόμο θα διαλέξουμε. Δεν πειράζει αν τελικά αποδειχτεί πιο δύσκολος. Σημασία έχει ότι θα τον περπατάμε μαζί.
Και τα χρόνια περνάνε κι οι υποχρεώσεις πληθαίνουν κι η πραγματικότητα μοιάζει πλέον δύσκολη σε μας τους άτρωτους.
Εμείς που θα τα νικούσαμε όλα, αρχίσαμε να κουραζόμαστε από το βάρος να κουβαλάμε τον άλλον μέσα μας. Σαν να έχουμε αρχίσει να καμπουριάζουμε και να περπατάμε με τα μάτια σκυφτά και τα πόδια να σέρνονται. Εμείς που κάποτε είχαμε φτερά, τώρα προσπαθούμε να περπατήσουμε.
Πιστέψαμε οι χαζοί ότι η ευτυχία μας είναι ένα δώρο και κανείς δε θα μας την πάρει. Και κάναμε το λάθος να επαναπαυτούμε και να σταματήσουμε να παλεύουμε γι’ αυτήν. Κάπου μέσα στο άγχος της δουλειάς και των απαιτήσεων της κοινής μας ζωής, αρχίσαμε να χάνουμε τον εαυτό μας.
Αρχίσαμε να μη μιλάμε, πάψαμε να κοιταζόμαστε στα μάτια και να λέμε τι νιώθουμε. Αφήσαμε στη άκρη λόγια μικρά που μας ενόχλησαν στιγμιαία, γιατί «ποιος ξεκινάει τώρα συζήτηση μετά από τόσες ώρες στη δουλειά;»
Κι αυτά τα μικρά λόγια μεγάλωσαν και συνοδεύτηκαν από πράξεις και θέριεψαν τόσο, που καθετί πλέον μας φαίνεται μεγάλο. Γιατί καθένα από αυτά άφηνε μια πληγή μέσα μας και πλέον το παραμικρό τη γδέρνει και πονάει.Αφήσαμε την πληγή να ματώσει, ενώ μπορούσαμε πολύ απλά να την επουλώσουμε.
Μπορούσαμε να πούμε: «Ξέρεις, αυτή η συμπεριφορά σου με ενοχλεί. Μ’ ενοχλεί να γυρνάω κουρασμένη απ’ το γραφείο και να βλέπω τα πράματά σου πεταμένα παντού».
Ή «Μ’ ενοχλεί που κάνεις θέμα όταν βγαίνω για μπύρες με τους φίλους μου». Ή «Μʾ έκανες να νιώσω άσχημα που είπες ότι είμαι υστερική και δε με αντέχεις άλλο. Το εννοούσες;»
Όσο μικρά ή μεγάλα κι αν είναι τα λόγια που ξεστομίζουμε, επιδρούν στα συναισθήματά μας. Κι αν δεν ακούσουμε αυτό το «Έλα βρε χαζή. Είσαι υστέρω αλλά ξέρεις πως σ’ αγαπώ», θ’ αρχίσουμε να το αμφισβητούμε κι ας το ξέρουμε μέσα μας. Και κάποια στιγμή θα σταματήσουμε και να το νιώθουμε.
Οι λέξεις κι οι πράξεις μας έχουν τρομερή δύναμη. Κι εμείς τις φοβόμαστε. Και υπεκφεύγουμε και εθελοτυφλούμε. Φοβόμαστε να εκφραστούμε και να μιλήσουμε και θεωρούμε ως προτιμότερη τη λύση να κρύψουμε τα προβλήματα κάτω απ’ το χαλάκι, γιατί εκεί είναι πιο ωραία. Δε θα φαίνονται. Φοβόμαστε πιο πολύ τις λέξεις από το χάος που φέρνει η σιωπή.
Και τελικά, εμείς που κοροϊδεύαμε τους άλλους καταλήγουμε να μένουμε μαζί από συνήθεια, εγκλωβισμένοι σε μια σχέση που κρέμεται από το χείλος των αναμνήσεων, χωρίς όμως να φτιάχνει καινούριες. Ζούμε στην αίγλη του παλιού παρελθόντος και αδιαφορούμε για το σκοτάδι του παρόντος.
Δυο ξένοι μέσα σʾ ένα παγωμένο σπίτι. Εμείς που κάποτε κρατιόμασταν χέρι-χέρι, τώρα προχωράμε σε ξεχωριστούς δρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου