Μια φορά και έναν καιρό κάπου στο χάρτη, υπήρχε ένα μικρό χωριό.
Σαν μια μαύρη κουκίδα ήταν. Για να το βρεις, έπρεπε να ψάξεις πολύ.
Με μεγεθυντικό φακό κι αν θα το έβρισκες πάλι!
Και όμως, όσοι ζούσαν εκεί ήταν καλοί άνθρωποι, αγαπητοί κι αγαπημένοι!
Σαν μια μαύρη κουκίδα ήταν. Για να το βρεις, έπρεπε να ψάξεις πολύ.
Με μεγεθυντικό φακό κι αν θα το έβρισκες πάλι!
Και όμως, όσοι ζούσαν εκεί ήταν καλοί άνθρωποι, αγαπητοί κι αγαπημένοι!
Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν μεγάλης ηλικίας, γι’αυτό όταν γεννήθηκε η Ελπίδα, όλοι χάρηκαν. Οι δρόμοι του χωριού γέμισαν πάλι με φωνές, γέλια αλλά και κλάματα. Η Ελπίδα ενθουσιαζόταν εύκολα με το παραμικρό.
Όταν οι γονείς της, της πήραν ποδήλατο όλη η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι από τις τσιρίδες χαράς. Δεν ήξερε να κάνει, αλλά δεν την ένοιαζε και πολύ.
Το ποδήλατο της ήταν πανέμορφο.
Μέσα στον ενθουσιασμό της, η Ελπίδα δεν μπορούσε να κάνει υπομονή.
Ήθελε να κάνει ποδήλατο, και το ήθελε τώρα.
Όταν οι γονείς της, της πήραν ποδήλατο όλη η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι από τις τσιρίδες χαράς. Δεν ήξερε να κάνει, αλλά δεν την ένοιαζε και πολύ.
Το ποδήλατο της ήταν πανέμορφο.
Μέσα στον ενθουσιασμό της, η Ελπίδα δεν μπορούσε να κάνει υπομονή.
Ήθελε να κάνει ποδήλατο, και το ήθελε τώρα.
Ένα πρωινό, χωρίς να τη δει κανείς, το πήρε από την αποθήκη και βγήκε στο δρόμο. Ανέβηκε, δε φόρεσε κράνος και προσπάθησε να κάνει ποδήλατο στη μεγάλη κατηφόρα του χωριού. Είχε ξεχάσει ότι αυτός ο δρόμος οδηγούσε στην έξοδο από το χωριό, σε μια μεγάλη εθνική οδό όπως της είχαν πει οι γονείς της, ότι ονομάζεται.
Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, έχασε γρήγορα την ισορροπία της και σωριάστηκε στο έδαφος.
Χτύπησε, πόνεσε και έκλαψε.
Όσο δυνατά και αν έκλαιγε όμως, κανείς δεν την άκουγε.
Είχε αρχίσει να απελπίζεται, όταν ξαφνικά σταμάτησε δίπλα της ένα αυτοκίνητο. Ένα μικρό παιδάκι, κοντά στην ηλικία της πρέπει να ήταν, άνοιξε την πίσω πόρτα και την πλησίασε. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο όμορφο αγοράκι η Ελπίδα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά, ξέχασε ότι πονούσε και σκούπισε γρήγορα τα μάτια της.
Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, έχασε γρήγορα την ισορροπία της και σωριάστηκε στο έδαφος.
Χτύπησε, πόνεσε και έκλαψε.
Όσο δυνατά και αν έκλαιγε όμως, κανείς δεν την άκουγε.
Είχε αρχίσει να απελπίζεται, όταν ξαφνικά σταμάτησε δίπλα της ένα αυτοκίνητο. Ένα μικρό παιδάκι, κοντά στην ηλικία της πρέπει να ήταν, άνοιξε την πίσω πόρτα και την πλησίασε. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο όμορφο αγοράκι η Ελπίδα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά, ξέχασε ότι πονούσε και σκούπισε γρήγορα τα μάτια της.
Το αγοράκι την βοήθησε να σηκωθεί και την πήγε μέχρι το σπίτι της. Η Ελπίδα στο δρόμο έμαθε πολλά για αυτό και την οικογένεια του. Ήταν καινούριοι, θα μετακόμιζαν στο χωριό τους. Τον έλεγαν Έρωτα και ήταν λίγο μεγαλύτερος από αυτήν. Η χαρά της Ελπίδας ήταν απεριόριστη. Επιτέλους, θα είχε κάποιο παιδάκι για να παίζει, να κάνει βόλτες και αταξίες.
Από εκείνη την ημέρα, η Ελπίδα και ο Έρωτας ήταν αχώριστοι. Στο χωριό γεννήθηκαν και άλλα παιδάκια, αλλά με κανένα η Ελπίδα δεν ταίριαζε όσο με τον παιδικό της φίλο.
Με τον Έρωτα, ένιωθε ελεύθερη!Μπορούσε να ενθουσιάζεται με το παραμικρό και να μην την κατακρίνει κανείς. Γελούσε όταν θα έπρεπε να κλαίει, και αυτό ο φίλος της το έβρισκε χαριτωμένο. Τις βροχερές ημέρες, η Ελπίδα πήγαινε στον Έρωτα και τον έπαιρνε για να παίξουν, «σίγουρα θα βγει ο ήλιος σε λίγο» του έλεγε συνέχεια, και αυτός ανταποκρινόταν στο κάλεσμα της, όταν τα υπόλοιπα παιδάκια προτιμούσαν να περιμένουν να σταματήσει η βροχή.
Με τον Έρωτα, ένιωθε ελεύθερη!Μπορούσε να ενθουσιάζεται με το παραμικρό και να μην την κατακρίνει κανείς. Γελούσε όταν θα έπρεπε να κλαίει, και αυτό ο φίλος της το έβρισκε χαριτωμένο. Τις βροχερές ημέρες, η Ελπίδα πήγαινε στον Έρωτα και τον έπαιρνε για να παίξουν, «σίγουρα θα βγει ο ήλιος σε λίγο» του έλεγε συνέχεια, και αυτός ανταποκρινόταν στο κάλεσμα της, όταν τα υπόλοιπα παιδάκια προτιμούσαν να περιμένουν να σταματήσει η βροχή.
Τα χρόνια πέρασαν και οι δύο φίλοι έγιναν κάτι παραπάνω… από φίλοι! Η Ελπίδα ήταν απόλυτα ευτυχισμένη μαζί του. Ένα βλέμμα του Έρωτα την έκανε να λυγίζει, όταν του θύμωνε. Της έφτανε ένα νεύμα του, ένα άγγιγμα για να του συγχωρήσει τα πάντα και να του δοθεί πάλι από την αρχή! Δεν νοιάστηκε ποτέ να μάθει τα αισθήματα του Έρωτα. Δεν τον ρωτούσε, δεν την ενδιέφερε, της αρκούσε να είναι μαζί!
Το μόνο που ζητούσε, ουσιαστικά από αυτόν ήταν η αποκλειστικότητα! Όλα τα άντεχε και τα συγχωρούσε, αλλά δεν άντεχε να βλέπει τον έρωτα της να μιλάει με άλλα κορίτσια και να τα κοιτάει όπως και αυτήν! Ώρες ατελείωτες προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι όλα ήταν στην φαντασία της. Προσπαθούσε να την κάνει να αισθανθεί ξεχωριστή, μία και μοναδική για αυτόν! Όλα έπεσαν στο κενό όμως, η ελπίδα είχε χαθεί. Η δική του Ελπίδα είχε αλλάξει! Δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί ξανά, και ο Έρωτας ήξερε μέσα του πως κάπου εκεί όλα τελείωναν!
Η Ελπίδα πήρε τη ζωή στα χέρια της και έκανε ένα τεράστιο βήμα! Έφυγε από το χωριό. Θεώρησε πως κάπου αλλού θα γιατρεύονταν η πληγή της. Γιατί που θα πήγαινε, κάποια στιγμή θα τον ξεχνούσε! Αυτό ήλπιζε καθημερινά! Τα χρόνια πέρασαν και η Ελπίδα είχε φτιάξει την ζωή της, είχε αποκτήσει ότι την ευχαριστούσε! Μόνο ένα έλειπε από αυτήν… ο έρωτας!
Καθισμένη στο μπαλκονάκι του μικρού της σπιτιού, σκέφτηκε άθελα της, τον πρώτο παιδικό της έρωτα, τον τρόπο που άρχισε και που τελείωσε. Θυμήθηκε όλα εκείνα τα δύσκολα βράδια που πέρασε για να ξεχάσει, να πάψει να αναπολεί και να διδαχθεί απλά από αυτόν. Και ίσως αυτό το ζεστό απόγευμα, να ήταν και το πρώτο που συνειδητοποίησε την αξία του στη ζωή της… Δεν άργησε να αφήσει το φλιτζάνι της κάτω και να πάει μία βόλτα με το ποδήλατο!
Ο έρωτας έρχεται πραγματικά απρόσκλητος στη ζωή μας, εκεί που δεν το περιμένουμε, αλλά που το ελπίζουμε. Ο έρωτας γεννιέται και δυναμώνει χάρη στην ελπίδα, αν αυτή χαθεί όλα οδεύουν προς το τέλος! Και στο τέλος, η ελπίδα δεν πεθαίνει απλά πάει όπου μπορεί να καρποφορήσει. Σε έναν έρωτα, η ελπίδα δεν τυφλώνει, αντίθετα φωτίζει και ζωντανεύει. Όταν κάτι δεν πάει καλά σε μια σχέση, την τελειώνεις και χάρη στην ελπίδα συνεχίζεις και προσπαθείς ξανά και ξανά. Σηκώνεσαι και βλέπεις τα πάντα γύρω σου σαν να τα βλέπεις πρώτη φορά, χωρίς να στοιχειώνεσαι από κατάλοιπα του παρελθόντος!
Αφήστε λοιπόν τους κανόνες και την στρατηγική για κάποιο παιχνίδι και βγείτε έξω!Ανοίξτε την πόρτα στον έρωτα, σε κάτι καινούργιο… και αν αυτός δεν φαίνεται στον ορίζοντα, τότε αφήστε μισάνοιχτα, γιατί πάντα υπάρχει η πιθανότητα αύριο να γίνει κάτι που δεν περιμένετε ποτέ…
Γράφει η Κωνσταντίνα Ποζουκίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου